- παραδουνάβιος
- α, ο [ος , ον ] придунайский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδουνάβιος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στον ποταμό Δούναβη («παραδουνάβιες ηγεμονίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + Δούναβις. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στην εφημερίδα Βελτίωσις] … Dictionary of Greek
παραδουνάβιος — α, ο αυτός που βρίσκεται κοντά στο Δούναβη ή στις όχθες του ή βρέχεται απ αυτόν: Η Ουγγαρία είναι παραδουνάβια χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)